Το βιομηχανικό «θαύμα» στη Λέσβο
Και να μην ήθελαν, οι κάτοικοι της Λέσβου δεν θα μπορούσαν παρά να ασχοληθούν με το εμπόριο. Είναι η θέση του νησιού τέτοια, και οι ρότες που διαχρονικά ακολουθούσαν τα δρομολόγια των πλοίων που συνέδεαν Ανατολή με Δύση.
Μετά την αξιοποίησή της ως κέντρου διαμετακομιστικού εμπορίου από τους Γατελούζους της Γένοβας για λίγο παραπάνω από εκατό χρόνια (1355-1462), ο Μωάμεθ ο Πορθητής προσάρτησε τη Λέσβο στη νεοσύστατη Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1462. Οι ποικίλοι περιορισμοί που έθετε η οθωμανική διοίκηση στην οικονομία, με κυριότερο την επιβολή μονοπωλίου στη διακίνηση βασικών διατροφικών ειδών, σε συνδυασμό με τα φορολογικά βάρη, έβαλαν φρένο για μερικούς αιώνες στην εμπορική ανάπτυξη του νησιού. Η υπογραφή, όμως, της συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774, μετά τον πρώτο μεγάλο ρωσοτουρκικό πόλεμο, έπνευσε ούριο άνεμο στα πανιά του διά θαλάσσης εμπορίου και οι Λέσβιοι επωφελήθηκαν για να ταξιδέψουν στα ασιατικά παράλια και στη Μαύρη Θάλασσα.
Μεγαλύτερης σημασίας, όμως, για την ανάπτυξη του νησιού στάθηκαν οι εξελίξεις τον 19ο αιώνα. Η αγγλο-οθωμανική εμπορική συμφωνία το 1838 και το περίφημο Τανζιμάτ το 1839 κατήργησαν τα μονοπώλια και απελευθέρωσαν το εμπόριο. Οι Λέσβιοι μπορούσαν πλέον να διακινούν χωρίς περιορισμούς το βασικό προϊόν του νησιού τους, το λάδι, και μαζί του το σαπούνι, καθώς και να αναπτύξουν το διαμετακομιστικό εμπόριο, μέσω του λιμανιού της Μυτιλήνης, προς τα μικρασιατικά παράλια. Τότε, αρκετοί Λέσβιοι μετανάστευσαν στη Ρωσία, την Αίγυπτο και τη Ρουμανία, όπου πλούτισαν από εμπορικές δραστηριότητες, στις οποίες ενέπλεκαν και το νησί.
Η συσσώρευση κεφαλαίων διαθέσιμων για επένδυση, η εξοικείωση με επιχειρηματικές πρακτικές που ήδη ανθούσαν στην Ευρώπη, η δημιουργία σταθερών εμπορικών δικτύων, η αύξηση της ζήτησης του λαδιού και του σαπουνιού από τις αγορές της Ρωσίας, της Γαλλίας και άλλων χωρών, δημιούργησαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις: την ανάγκη και τη δυνατότητα. Η τεχνολογία του ατμού και οι μηχανές έδωσαν την κινητήριο δύναμη. Από τη δεκαετία του 1870 και μετά, βιομηχανικές μονάδες –ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, πυρηνελαιουργεία, βυρσοδεψεία– απλώθηκαν στο νησί, κυρίως στις περιοχές της ελαιοκαλλιέργειας και κοντά στη θάλασσα. Στη βιομηχανική στροφή της τοπικής οικονομίας πρωτοστατούσε μια δυναμική κοινωνική ομάδα, που διαμορφώθηκε και έγινε ισχυρή χάρη στις εξελίξεις που περιγράφηκαν παραπάνω. Η βιομηχανική ανάπτυξη τροφοδότησε περαιτέρω την ομάδα αυτή, που πήρε τα χαρακτηριστικά μιας «αρχοντοαστικής» τάξης, τα μέλη της οποίας είχαν συνήθως μικτές δραστηριότητες. Ως «εμποροκτηματίες» αναφέρονται συχνά στα έγγραφα της εποχής, και πράγματι συγκεντρώνουν στα χέρια τους ιδιοκτησία μεγάλων εκτάσεων γης, βιομηχανικές μονάδες κατεργασίας και μεταποίησης, εμπορικές επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, με άλλα λόγια όλους τους τομείς της οικονομίας.
Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα, η Μυτιλήνη έρχεται τέταρτη σε βιομηχανική ανάπτυξη, μετά τον Πειραιά, την Ερμούπολη και την Πάτρα. Το 1913, ένα χρόνο μετά την ένωση με το ελληνικό κράτος, στο νησί καταγράφονται 113 ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, 6 πυρηνελαιουργεία, 42 σαπωνοποιεία, εκ των οποίων τα 8 ατμοκίνητα, 21 βυρσοδεψεία (τα 4 ατμοκίνητα), 6 ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι, 2 αλευροβιομηχανίες, 63 εργοστάσια διαφόρων ειδών κ.ά. Τα ιστορικά γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, κυρίως η αποκοπή της Μικράς Ασίας και, κατ’ επέκταση, της Ανατολής από τον ζωτικό οικονομικό χώρο της Λέσβου μετά το 1922 και η ταυτόχρονη εισροή χιλιάδων προσφύγων, έβαλαν άλλα όρια και άλλα πλαίσια στην οικονομία του νησιού. Ωστόσο, η βιομηχανική δραστηριότητα συνεχίστηκε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, για να παρακμάσει γοργά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα γεγονότα που τον ακολούθησαν.
Το βιομηχανικό «θαύμα» έσβησε.