η μπατή και το μπασκί, το χαμούρι κι η αμούρη
Ο τυχαίος επισκέπτης του ελαιοτριβείου την ώρα της δουλειάς θ’ απόμενε αμήχανος, με τις αισθήσεις του ηττημένες από ερεθίσματα έντονα εικόνες, μυρωδιές, θορύβους και τον νου μπερδεμένο από κουβέντες ακατάληπτες. Κάθε χώρος δουλειάς αναπτύσσει με τον καιρό μια δική του «γλώσσα», μια αργκό, ακόμη κι αν πρόκειται απλά για τη χρήση κοινών λέξεων σε απρόσμενα συμφραζόμενα. Στα λιοτρίβια της Λέσβου αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη ορολογία, με λέξεις που η εξακρίβωση της προέλευσής τους θα είχε ενδιαφέρον. Αρκούμαστε εδώ σε ένα απάνθισμα από αυτές και στην παράθεση της ερμηνείας τους.
• αμούρη (η): το μείγμα νερού και ελαιολάδου που προέκυπτε μετά τη συμπίεση του ελαιο-πολτού
• αξαγιά (η): η ποσότητα του ελαιολάδου που παρακρατούσε ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου από κάθε παραγωγό (100 δράμια ανά μόδι)
• βόλια (τα): οι μυλόπετρες
• γκαϊζντερμάς (ο): μεγάλο σιδερένιο πιάτο για να μαζεύουν την αμούρη
• δαφνάδα (η): παραγωγή λαδιού από άγουρες ελιές
• θερμαστής (ο): ο εργάτης που χειριζόταν τον ατμολέβητα
• θέρμισμα (το): η περίχυση των τσουπιών στην πρέσα με καυτό νερό
• καζάνι (το): ο ατμολέβητας
• καθρέφτης (ο): η στρογγυλή πρόσοψη του ατμολέβητα
• καπύρα, καπυράδα ή καπεράδα (η): φρυγανισμένο ψωμί, περιχυμένο με φρέσκο ελαιόλαδο, σύνηθες κολατσιό των εργατών και των πελατών του ελαιοτριβείου
• κισίρι (το): περίοδος ελάχιστης συγκομιδής, λόγω ανομβρίας
• λαβάλ (το): ειδικό φυγοκεντρικό μηχάνημα για τον διαχωρισμό του λαδιού από το νερό. Πήρε το όνομά του από το όνομα του εφευρέτη του, Γκουστάφ ντε Λαβάλ.
• λαγήνι (το): μεταλλικό δοχείο για τη μεταφορά του λαδιού, χωρητικότητας 6,45 οκάδων (= 8,26 κιλά)
• μανέλα (η): ξύλινο εργαλείο για την ευθυγράμμιση των τσουπιών κατά το στοίβαγμά τους στο πιεστήριο
• μαξούλι (το): η ετήσια συγκομιδή της ελιάς
• μάστορας (ο): ο χειριστής του πιεστηρίου
• μαστραπάς (ο): δοχείο για τη μεταφορά και έκχυση νερού ή λαδιού
• μόδι (το): μονάδα μέτρησης της ποσότητας των ελιών (1 μόδι = 640 κιλά)
• μπασκί (το): πιεστήριο, πρέσα, για τη συμπίεση του ελαιοπολτού
• μπασκιτζής (ο): ο εργάτης που δούλευε στο πιεστήριο
• μπατή (η): αποθήκη ελαιοκάρπου
• μπουρού (η): η σειρήνα του ελαιοτριβείου
• μύτη (η): ειδικός στην εκτίμηση της οξύτητας του ελαιολάδου, βάσει του αρώματος και της γεύσης του
• πέτρα (η): ο ελαιόμυλος
• πετράς (ο): ο εργάτης που χειριζόταν τις μυλόπετρες
• πολήμ(ν)ι (το): στέρνα μπροστά στο πιεστήριο για τη συγκέντρωση του μείγματος λαδιού-νερού. Από την αρχαία λέξη υπολήνιον, δηλ. γούρνα κάτω από τον ληνό, το πατητήρι.
• σέτια (τα): ξερολιθιές που συγκρατούν το χώμα για τα ελαιόδεντρα
• στάμα (το): ο κύκλος γέμισμα – στοίβαγμα – συμπίεση – αποσυμπίεση του ελαιοπολτού στην πρέσα
• στήμη (η): η πίεση και η παραγωγή ατμού στον ατμολέβητα. Από την αγγλική λέξη steam, που σημαίνει ατμός.
• ταγάρι (το): μικρή δεξαμενή για τη συγκέντρωση του υγρού που απέμενε μετά τον διαχωρισμό του ελαιολάδου στις λάντζες
• τουλούμι (το): ασκός από δέρμα κατσίκας, για τη μεταφορά του λαδιού
• τρούμπα (η): αντλία για τη λειτουργία του πιεστηρίου
• τσιράκι (το): βοηθός πιεστηρίου
• τσουπί (το): σακί, σε σχήμα φακέλου, που γεμιζόταν με ελαιοπολτό. Αρχικά, τα τσουπιά φτιάχνονταν από γίδινη τρίχα, αργότερα από φυτικές ίνες.
• φόρτωμα (το): η διαδικασία γεμίσματος και στοιβάγματος των τσουπιών στην πρέσα
• φουρτούμι (το): μάνικα για την περίχυση των τσουπιών με νερό
• χαμάλης (ο): εργάτης για μεταφορές
• χαμούρι (το): ελαιοπολτός
• χαμουριέρα (η): μεταλλική δεξαμενή μπροστά από τον μύλο, για τη συλλογή του ελαιοπολτού