Η Γέρα και το Πέραμα Λεσβου
Τι να πεις για τη Γέρα; Τα ’πε όλα ο Ποιητής:
… εκεί που, πραγματικά, τα δεσμά του χρόνου λύνονται κι η ίδια η βαρύτητα της γης αισθάνεσαι ν’ αντισταθμίζεται σαν από ισχυρή ουράνια έλξη, έτσι που όλα τα πράγματα ν’ αποχτούν μιαν απίστευτη αλαφράδα και μια επιμηκυντική κατά τα ύψη παραμόρφωση, σαν άλλα νυχτερινά πλάσματα του Θεοτοκόπουλου, είναι, χωρίς αμφιβολία, στον κόλπο της Γέρας. Ο πλατύς μαλακός δρόμος από κοκκινόχωμα που σε πάει “ απ’ τσ’ γύρ’ ”, όπως λένε οι ντόπιοι, στα πέντε ονομαστά χωριά του αποτελεί ένα είδος προτελευταίο σκαλοπάτι στους απέραντους κλιμακωτούς ελαιώνες που ζώνουν απ’ όλες τις πλευρές και πλαισιώνουν το αναστραμμένο, το γιγάντιο, το ψιλοδουλεμένο στο ασήμι, το θριαμβευτικό κάτοπτρο της στρογγυλής αυτής θαλάσσης.
Οδυσσέας Ελύτης, «Η άλλη Λέσβος», εισαγωγή στο Ο Ζωγράφος Θεόφιλος, 1973
Στο νοτιοανατολικό μέρος του νησιού, η θάλασσα τρυπώνει στη στεριά και φτιάχνουν μαζί έναν κόλπο κλειστό, ήρεμο, γλυκό, σαν λίμνη. Τριγύρω του οι ελαιώνες κατηφορίζουν απαλά ώς την άκρη του γιαλού. Από ψηλά άμα τον κοιτάξεις, ακόμη κι αν στο μεταφυσικό δυσπιστείς, αυθόρμητα θα σκεφτείς: «Τόπος ευλογημένος…». Ελιά και θάλασσα, τι άλλο χρειάζεται το κορμί για να χορταίνει κι ο νους για να πλαταίνει;
Μοιάζει, λες, να φτιάχτηκε για να την περπατούν οι ποιητές και να γεννούν ποιήματα.
Μα η Γέρα έχει κι άλλη όψη.
Από πάντα δεμένη με την καλλιέργεια της ελιάς, βρέθηκε γι’ αυτό, και για το λιμάνι της, να πρωτοστατεί στη βιομηχανική και αστική μεταστροφή του νησιού.
Εκτός από τα φυσικά χαρακτηριστικά της –την εύφορη γη, το μαλακό τοπίο, τον κλειστό απάνεμο κόλπο –, στις παραμέτρους που επηρέασαν την εξέλιξή της θα πρέπει να προσθέσουμε και την κοντινή απόσταση από τη Μυτιλήνη. Τη διαδρομή από και προς την πόλη συντόμευε η διέλευση του κόλπου με βάρκες, το λεγόμενο «πέρασμα», που έδωσε και το όνομά του στο λιμάνι του Περάματος.
Στη δυτική πλευρά του κόλπου, σκαρφαλωμένα στους λόφους απλώνονται «τα πέντε ονομαστά χωριά», ο Παλαιόκηπος, ο Πλακάδος, ο Παπάδος, ο Σκόπελος κι ο Μεσαγρός. Εδώ, στα χωριά, ανάμεσα στους ελαιώνες, αλλά και κάτω, στα παράλια του κόλπου, άρχισαν γύρω στα 1870 να υψώνονται οι καμινάδες των ατμοκίνητων εργοστασίων. Δώδεκα λιοτρίβια, οκτώ σαπωνοποιεία, πυρηνελαιουργεία, το περίφημο «ταμπακαριό» του Σουρλάγκα –το μεγαλύτερο, λέει, βυρσοδεψείο των Βαλκανίων–, αλευρόμυλοι και άλλες, μικρές και μεγάλες, βιοτεχνίες δούλευαν εντατικά. Κάπνιζαν οι καμινάδες, κροτάλιζαν οι μηχανές, μοχθούσαν τα χέρια.
Πυκνά και τα σούρτα-φέρτα των πλοίων, έφερναν μηχανήματα και υλικά κι έπαιρναν τα γεννήματα της γης και της μηχανής: ελιές, λάδι, αλεύρι, σαπούνι, πυρήνα, πυρηνέλαια, δέρματα. Το Πέραμα έγινε βιομηχανική ζώνη, μεγάλο εμπορικό λιμάνι, χώρος δουλειάς και επαγγελματικών συμφερόντων για πολλούς ανθρώπους.
Στα χωριά ορθώθηκαν αρχοντόσπιτα, χτισμένα και επιπλωμένα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Φτιάχτηκαν σχολεία. Και καθώς όλοι γρήγορα συνειδητοποιούσαν τους ρόλους και τη θέση τους στις νέες δομές, άρχισαν να ιδρύονται σύλλογοι και σωματεία και να επιχειρείται η διατύπωση και η διεκδίκηση κοινών στόχων. Το σωματείο των «ταμπακαριωτών» του βυρσοδεψείου Σουρλάγκα, η συντεχνία των σαπουνεργατών, ο Σύνδεσμος Καραγωγέων Γέρας, ο Σύνδεσμος Μηχανικών και Μηχανεργατών, το Σωματείο Μεταφοράς Ελαιών και Σαπώνων, το Σωματείο Φορτοεκφορτωτών και το Σωματείο «κύτους» (για τους εργάτες που τακτοποιούσαν τα εμπορεύματα στα αμπάρια των πλοίων), το Σωματείο Οικοδόμων με έδρα τον Παπάδο, το Εθνικό Σωματείο Αρτεργατών Γέρας, προσπάθησαν να διεκδικήσουν, συλλογικά και οργανωμένα, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, με δυναμικές απεργίες που αντιμετωπίστηκαν εξίσου δυναμικά από τις αρχές και τους εργοδότες, με συγκρούσεις, φυλακίσεις και απολύσεις.
Μια σταλιά κόλπος, μια σταλιά τόπος, η Γέρα κατάφερε να συμπυκνώσει όλη την οικονομική και κοινωνική μετάλλαξη της Λέσβου: μεγαλέμποροι και μεγαλογαιοκτήμονες που έγιναν βιομήχανοι και πολυπράγμονες επιχειρηματίες, αγρότες που έγιναν ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες, δανειστές και οφειλέτες, αρχοντικά και φουγάρα.