Η εξέλιξη της ελαιοπαραγωγής
Η ελιά καλλιεργήθηκε στη Λέσβο από τους αρχαίους χρόνους. Τότε, βέβαια, η έμφαση ήταν στην αμπελοκαλλιέργεια και στην παραγωγή και διακίνηση του περίφημου λεσβίου οίνου. Η οικονομία του τόπου βασιζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με σημαντικές παράλληλα επιδόσεις στο εμπόριο, χάρη στις δυνατότητες της γεωγραφικής θέσης του. Αναπτύχθηκε έτσι μια εύρωστη οικονομία, που με τη σειρά της παρείχε πρόσφορο πλαίσιο για πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, με αποκορύφωμα τη γέννηση της λυρικής ποίησης.
Η γενικότερη παρακμή του νησιού τη βυζαντινή περίοδο, όταν οι πειρατικές επιδρομές ανάγκασαν τους κατοίκους του να εγκαταλείψουν τα παράλια και να στραφούν στα ενδότερα και, άρα, την οικονομία τους να γίνει πιο εσωστρεφής, μπορούμε να εικάσουμε ότι περιόρισε την καλλιέργεια της ελιάς και την παραγωγή λαδιού στην κάλυψη τοπικών αναγκών και μόνο. Ο αυτοκαταναλωτικός χαρακτήρας της ελαιοπαραγωγής φαίνεται ότι διατηρήθηκε μέχρι και την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Η ελαιοκομική δραστηριότητα άρχισε να επεκτείνεται σημαντικά από τον 17ο αιώνα και μετά. Η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση ελαιολάδου στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως στη μεγάλη αγορά της Κωνσταντινούπολης, οδήγησε την οθωμανική διοίκηση στη λήψη μέτρων για την παραγωγή και τη διάθεσή του. Καθώς οι Λέσβιοι παραγωγοί και έμποροι κατανοούσαν τις οικονομικές προοπτικές που προσέφερε η κατάσταση αυτή, άρχισαν σταδιακά να στρέφονται στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς. Η επιβολή μονοπωλίου στη διάθεση του λαδιού και η απαγόρευση της εξαγωγής του εκτός οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν ως αποτέλεσμα να διοχετεύεται το λεσβιακό λάδι, σχεδόν στο σύνολό του, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Όταν το 1816 ο Άγγλος διπλωμάτης Γουίλιαμ Τέρνερ επισκέπτεται τη Λέσβο, βρίσκει την ελιά να κυριαρχεί στο τοπίο και το λάδι στην οικονομία της: «… το κύριο προϊόν του νησιού είναι το λάδι, του οποίου η ποσότητα είναι πολύ αξιόλογη και πωλείται όλη στην Κωνσταντινούπολη, εκτός από μια πολύ μικρή ποσότητα που εξάγεται λαθραία στην Ευρώπη» (Journal of a tour in the Levant, III).
Για δυόμισι αιώνες, έως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, αυτό παρέμεινε το πλαίσιο της παραγωγής του λαδιού στη Λέσβο. Αναλόγως στάσιμα παρέμειναν οι μέθοδοι, ο όγκος και η ποιότητα της παραγωγής.
Η αγγλο-οθωμανική εμπορική συμφωνία το 1838 και, την αμέσως επόμενη χρονιά, οι μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) που εξήγγειλε ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ με το διάταγμα Χατ-ί Σερίφ, έδωσαν τέλος στο μονοπώλιο και διαμόρφωσαν το πλαίσιο που επέτρεψε στο εμπόριο και, κατ’ επέκταση, στην παραγωγή του λαδιού να ανθίσουν. Την αποφασιστική ώθηση στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς έδωσε, τον χειμώνα του 1850, η «Μεγάλη Καμάδα», ένα κύμα ψύχους που κατέστρεψε τις καλλιέργειες. Έγινε τότε εκτεταμένη εισαγωγή και φύτευση ριζών ελιάς, ακόμη και σε περιοχές του νησιού που μέχρι τότε δεν είχαν τέτοια δραστηριότητα. Ο λεσβιακός ελαιώνας ανανεώθηκε και επεκτάθηκε σημαντικά.
Η επέκταση της καλλιέργειας της ελιάς σήμαινε ασφαλώς ανάλογη αύξηση στην παραγόμενη ποσότητα του λαδιού και στην εμπορική του διάθεση, στο πλαίσιο, ωστόσο, των ορίων που έθεταν οι δυνατότητες της μέχρι τότε γνωστής και εφαρμοζόμενης τεχνολογίας. Ώς τη δεκαετία του 1870 οι ελαιόμυλοι ήταν χειροκίνητοι ή ζωοκίνητοι. «Πέτρες» αποκαλούνταν, προφανώς από τις μεγάλες μυλόπετρες που έλιωναν τον καρπό, σε αντιδιαστολή προς τους ξύλινους κόπανους που χρησιμοποιούσαν παλιά. Τα πιεστήρια, τα μπασκιά, ήταν ξύλινα. Ο όγκος του προϊόντος που ένας τέτοιος ελαιόμυλος μπορούσε να επεξεργαστεί ήταν περιορισμένος. Αυτό σήμαινε αναγκαστικά μεγαλύτερο χρόνο παραμονής του καρπού στην αποθήκη και, άρα, χαμηλότερης ποιότητας λάδι, λόγω της αυξημένης οξύτητας.
Την εποχή εκείνη πολλοί παραγωγοί είχαν δικό τους μύλο ή είχαν μερίδιο σε «συντροφικούς» ελαιόμυλους. Ένας τέτοιος ελαιόμυλος απασχολούσε συνήθως τρεις εργάτες, με μεροκάματο 8-10 γρόσια.
Η εισαγωγή της μηχανοκίνησης στα ελαιοτριβεία –όπως και γενικότερα στη βιομηχανία– προκαλεί επανάσταση. Οι όροι της παραγωγής αλλάζουν άρδην, και μαζί τους οι όροι της εργασίας και της οικονομίας. Τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία στη Λέσβο, οι «μηχανές», όπως ονομάστηκαν από τον κόσμο, κάνουν την εμφάνισή τους τη δεκαετία του 1870. Μέσα σε λίγες δεκαετίες πολλαπλασιάζονται θεαματικά. Το 1880 καταγράφονται δέκα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία. Το 1913 έχουν γίνει 113. Αντιστρόφως ανάλογη είναι η πορεία του αριθμού των «παραδοσιακών» ελαιόμυλων, που φθίνουν, από 269 το 1885 σε μόλις 79 το 1913.
Τα μηχανοκίνητα ελαιοτριβεία χτίστηκαν με αρχιτεκτονικό πρότυπο τα εργοστάσια της Ευρώπης, που οι Λέσβιοι έμποροι γνώριζαν από τα ταξίδια τους, και εξοπλίστηκαν με μηχανήματα αγγλικής τεχνολογίας, που εισάγονταν αρχικά μέσω του λιμανιού της Σμύρνης, ενώ αργότερα κατασκευάζονταν στην ίδια τη Σμύρνη, τον Πειραιά, ακόμα και επιτόπου στη Μυτιλήνη. Με τις γιγάντιες καμινάδες τους να καπνίζουν και τη μπουρού να σφυρίζει διαπεραστική πρωί και μεσημέρι, σημάδεψαν το τοπίο όλων σχεδόν των χωριών του νησιού και άλλαξαν δραματικά τον ρυθμό και τον τρόπο της ζωής των κατοίκων τους.
Από τη δεκαετία του 1920 και μετά, οι ατμομηχανές στα ελαιοτριβεία σιγά-σιγά παροπλίστηκαν. Τη δύναμη του ατμού αντικατέστησε σταδιακά το ηλεκτρικό ρεύμα, σε αρκετές περιπτώσεις με ενδιάμεσο στάδιο την πετρελαιομηχανή, η οποία διαδόθηκε ευρέως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τη δεκαετία του 1930 έκαναν δειλά την εμφάνισή τους και οι πρώτοι φυγοκεντρικοί διαχωριστήρες του λαδιού από το νερό. Σύντομα, η αλματώδης τεχνολογική εξέλιξη προσέφερε και πάλι νέες δυνατότητες στην ελαιουργία. Αυτόματα αποφυλλωτήρια για την απομάκρυνση των φύλλων, μεταλλικοί σπαστήρες αντί των ελαιόμυλων, φυγοκεντρικοί οριζόντιοι διαχωριστήρες (decanters) αντί των πιεστηρίων, κατακόρυφοι μηχανικοί διαχωριστήρες για την απομάκρυνση του νερού, κάθε μηχάνημα αυτόνομο, με τον δικό του ηλεκτρικό κινητήρα, εξασφαλίζουν ακόμη μεγαλύτερη απόδοση της ελιάς σε ποσότητα και ποιότητα λαδιού.
Σήμερα, η Λέσβος παραμένει «ελαιόφυτος». Έντεκα εκατομμύρια ελαιόδεντρα απλώνουν τον ίσκιο τους σε 465 χιλιάδες στρέμματα και «δένουν» στα κλαριά τους 100.000 τόνους καρπό το χρόνο, που σταλάζουν 20.000 τόνους ελαιόλαδο. Δύο είναι οι βασικές ποικιλίες της ελιάς. Η μία, η λεγόμενη κολοβή ή μυτιληνιά, καταλαμβάνει το 65% των ελαιώνων προς τα νότια και νοτιοανατολικά του νησιού. Η άλλη, γνωστή ως αδραμυττινή ή φραγκολιά, διεκδικεί μερίδιο 30% σε αμιγείς ελαιώνες, στο βόρειο και βορειοανατολικό τμήμα της Λέσβου. Κι όσο κι αν η τεχνολογία έχει αλλάξει, προς όφελος της ποιότητας του λαδιού και του μόχθου του ανθρώπου, υπάρχουν κι αυτά που μένουν καθησυχαστικά όμοια, χιλιετίες τώρα: τα γλυπτά κορμιά με το σταχτή φλοιό, τα φυλλαράκια που ασημίζουν με το παραμικρό θρόισμα, οι μαύροι καρποί που γυαλίζουν σα χάντρες στο χώμα.