η μπατή και το μπασκί, το χαμούρι κι η αμούρη
Ο τυχαίος επισκέπτης του ελαιοτριβείου την ώρα της δουλειάς θ’ απόμενε αμήχανος, με τις αισθήσεις του ηττημένες από ερεθίσματα έντονα εικόνες, μυρωδιές, θορύβους και τον νου μπερδεμένο από κουβέντες ακατάληπτες. Κάθε χώρος δουλειάς αναπτύσσει με τον καιρό μια δική του «γλώσσα», μια αργκό, ακόμη κι αν πρόκειται απλά για τη χρήση κοινών λέξεων σε απρόσμενα συμφραζόμενα. Στα λιοτρίβια της Λέσβου αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη ορολογία, με λέξεις που η εξακρίβωση της προέλευσής τους θα είχε ενδιαφέρον. Αρκούμαστε εδώ σε ένα απάνθισμα από αυτές και στην παράθεση της ερμηνείας τους. • αμούρη (η): το μείγμα νερού και ελαιολάδου που προέκυπτε μετά τη συμπίεση του ελαιο-πολτού • αξαγιά (η): η ποσότητα του ελαιολάδου που παρακρατούσε ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου από κάθε παραγωγό (100 δράμια ανά μόδι) • βόλια (τα): οι μυλόπετρες • γκαϊζντερμάς (ο): μεγάλο σιδερένιο πιάτο για να μαζεύουν την αμούρη • δαφνάδα (η): παραγωγή λαδιού από άγουρες ελιές • θερμαστής (ο): ο εργάτης που χειριζόταν τον ατμολέβητα • θέρμισμα (το): η περίχυση των τσουπιών στην πρέσα με καυτό νερό •...
Read More