Χτύπαγ’ η μπουρού κάθε πρωί …
Το ελαιοτριβείο δεν δούλευε όλο τον χρόνο. Το άλεσμα της ελιάς γινόταν από Νοέμβριο μέχρι Απρίλιο, Μάιο το αργότερο τις μαξουλουχρουνιές, τις χρονιές με καλή σοδειά. Σε ορισμένα ελαιοτριβεία, προκειμένου να υπάρχει δουλειά όλο τον χρόνο, οι ιδιοκτήτες διέθεταν μέρος των εγκαταστάσεων σε άλλες χρήσεις, όπως παρασκευή σαπουνιού ή άλεση δημητριακών. Στο Ελαιοτριβείο Βρανά φαίνεται ότι παρασκευαζόταν μόνο μικρή ποσότητα σαπουνιού στο τέλος της εποχής της ελαιοπαραγωγής.
Όσο ήσυχο ήταν το λιοτρίβι τους μήνες της αναγκαστικής αργίας, τόσο βουερό γινόταν τους μήνες της δουλειάς. Πριν ακόμα χαράξει η μέρα κι έως αργά το απόγευμα, μηχανές και άνθρωποι δούλευαν εντατικά και ένα πλήθος κόσμου πηγαινοερχόταν στο εργοστάσιο.
Το προσωπικό αποτελούσαν ο θερμαστής για το καζάνι, ο μηχανικός στο μηχανοστάσιο, οι πετράδες στους ελαιόμυλους, από δύο μπασκιτζήδες –ένας μάστορας και ο βοηθός του, το τσιράκι– σε κάθε πιεστήριο, ένας εργάτης στις αντλίες και δύο στα λαβάλ, ο ζυγιστής (ή μετριτζής) για το ζύγισμα του λαδιού, οι χαμάληδες που μετέφεραν τις ελιές και το λάδι, ο φύλακας, που δούλευε όλο τον χρόνο και κοιμόταν στο εργοστάσιο, και ο γραμματικός, που τηρούσε τα λογιστικά της επιχείρησης.
Πρώτος, γύρω στις πέντε το πρωί, έπιανε δουλειά ο θερμαστής, που άναβε το καζάνι για «να σηκώσει ατμό» και τα λυχνάρια για να φωτιστεί ο εσωτερικός χώρος του εργοστασίου. Κατά τις έξι σφύριζε η μπουρού κι έρχονταν πια όλοι οι εργάτες για δουλειά. Έπιναν καφέ στο καφενείο του εργοστασίου και έτρωγαν στις δώδεκα, όταν σφύριζε και πάλι η μπουρού για διάλειμμα. Ζέσταιναν το φαγητό τους στο καζάνι. Οι μάστορες στα πιεστήρια, για να μη διακόψουν τη δουλειά τους, κολάτσιζαν βιαστικά, την ώρα που ανέβαινε η λεκάνη. Για κολατσιό είχαν συνήθως την καπυράδα, ψημένη φέτα ψωμιού, περιχυμένη με αθέρμιστο λάδι.
Τα μεροκάματα στο ελαιοτριβείο ήταν καλύτερα από τα μεροκάματα των εργατών στην ελαιοσυλλογή ή στο βυρσοδεψείο του Περάματος. Το Σάββατο ήταν η μέρα των πληρωμών. Ο γραμματικός καλούσε στο γραφείο με το σιδερένιο χρηματοκιβώτιο τους εργάτες για το βδομαδιάτικο. Συνήθως, αντί πληρωμής σε χρήμα, έπαιρναν το μπιλιέτο για να ψωνίσουν τα απαραίτητα του νοικοκυριού στον κρεοπώλη, τον μανάβη και τον φούρναρη.
Τα κάρα και οι χαμάληδες, που πηγαινόφερναν τα σακιά με τις ελιές και τα δοχεία με το λάδι, οι παραγωγοί, που περίμεναν να αλέσουν τις ελιές τους, οι τεχνίτες, που απασχολούνταν περιστασιακά για την επιδιόρθωση των τσουπιών και την παρασκευή του σαπουνιού, οι γυναίκες της γειτονιάς, που έρχονταν να πάρουν ζεστό νερό για τα πλυσίματα του σπιτιού και πυρήνα για τα μαγκάλια τους, τα παιδιά, που τριγύριζαν για να χαζέψουν τα μηχανήματα ή να βοηθήσουν τους πατεράδες τους: το λιοτρίβι έμοιαζε με πολύβουο μελίσσι, ένα από τα πιο ζωντανά κομμάτια της τοπικής κοινωνίας, που επηρέαζε σημαντικά την καθημερινότητά της.
Είπαν …
ο Μιχάλης Αγιασώτης, γενν. 1940, τσιράκι στο Ελαιοτριβείο Βρανά
Χτύπαγ’ η μπουρού κάθε πρωί.
Αλλά εμείς δεν ήταν στάνταρ με τη μπουρού, γιατί εμείς μπορεί να πηγαίναμε πιο αργά ή να πηγαίναμε πιο πρωί. Μας έκαν’ η ανάγκη, οι ελιές μάς κάναν’ κουμάντο
τι ώρα θα πιάσουμε… Το μεσημέρι ξανάπαιζε [η μπουρού].
Και πάντοτε, κι ο κόσμος έξω, περίμενε να παίξ’ η μπουρού να πάει να φάει!
Τη μπουρού ακούγαν’ όλοι…
Μες στο ελαιοτριβείο εγώ ήμουνα βοηθός, το λεγόμενο τσιράκι.
Έπρεπε να γεμίζω τα φάκελα αυτά, να τ’ απλώνω, να είναι παντού το ίδιο το χαμούρι, να μην είναι αλλού πολύ κι αλλού λίγο, για να βοηθώ το μάστορα να τα βάζει επάνω.
Δουλεύαμε έξι στα πιεστήρια, στα λαβάλ δύο, στην πέτρα ένας,
μηχανικός ένας, και είχε και πέντ’-έξ’ χαμάληδες.
Ήμασταν ξυπόλητοι, διότι ήμασταν μέσα στα νερά. Τρέχαν’ νερά επάνω μας, ζεματιστά νερά.
Πώς να βάλουμε παπούτσια, δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε.
Κι ανασκουμπώναμε τα παντελόνια και τα πουκάμ’σα. Αναγκαστικά, θέλαμε, δε θέλαμε.
Κι όταν πατάγαμε κάτω, ήταν η πυρήνα. Η οποία πυρήνα βρέχονταν και ήταν λάσπη.
Δεν μπορούσαμε να βάλουμε παπούτσι, έπρεπε να ’μαστε ξυπόλητοι…
ο Δημήτρης Δεδέκης, γενν. 1930, μάστορας στο Ελαιοτριβείο Βρανά
Δεκαοκτώ χρόνια γεμάτα δούλεψα σ’ αυτό το κτήριο μέσα, δεκαοκτώ χρόνια.
Δέκα ώρες έπρεπε να δουλέψεις για να πάρεις το μεροκάματο.
Εμείς δουλεύαμε με το στάμα. Έπρεπε να κάνουμε εφτά στάματα,
να φορτώσουμε εφτά φορές το πιεστήριο, να τ’ αδειάσουμε
και παίραμε το μεροκάματο. Οπόταν, δεν πηγαίναμε στις δέκα ώρες, πιο λίγο.
Δεν είχε διάλειμμα. Απάνω στη δουλειά έτρωγες.
Την ώρα που ανέβαινε η πρέσα, έπιανες λίγο φαγητό.
Ύστερα, σε άλλο ανέβασμα, άλλο λίγο, κι ούτω καθεξής.